- ἐγκριτέον
- ἐγκριτέονapprovalmasc acc sgἐγκριτέονapprovalneut nom/voc/acc sgἐγκριτέοςmasc/fem acc sgἐγκριτέοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγκριτέα — ἐγκριτέον approval neut nom/voc/acc pl ἐγκριτέᾱ , ἐγκριτέον approval fem nom/voc/acc dual ἐγκριτέᾱ , ἐγκριτέον approval fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐγκριτέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκριτέος — ἐγκριτέον approval masc nom sg ἐγκριτέος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτίζω — (Α) [λιβανωτός] 1. θυμιάζω με λιβάνι, λιβανίζω («σπένδοντες ἐν αὐτῷ καθ ἡμέραν καὶ λιβανωτίζοντες», Στράβ.) 2. μοιάζω με λιβάνι («ἐγκριτέον δὲ αὐτοῡ τὸ εὔχρουν, λιβανωτίζον τοῑς χόνδροις», Διοσκ.) … Dictionary of Greek